μακρότονος

μακρότονος
(I)
μακρότονος, -ον (Α)
1. πολύ τεντωμένος
2. αυτός που έχει μακρύ τόνο, δηλαδή μακρύ σχοινί, σε μια πολεμική μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + -τόνος (< τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος].
————————
(II)
-η, -ο
αυτός που τονίζεται με μακρό τόνο.
επίρρ...
μακροτόνως (Α μακροτόνως)
νεοελλ.
με μακρό τόνο
αρχ.
με μακρά προσωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + τόνος (< τείνω), πρβλ. οξύ-τονος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακροτόνως — μακρότονος far stretching adverbial μακρότονος far stretching masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτονώτερα — μακρότονος far stretching neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτόνων — μακρότονος far stretching masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακροτονώ — (I) μακροτονῶ, έω (AM) [μακρότονος (I)] μσν. μτφ. περνώ μεγάλο χρονικό διάστημα αρχ. 1. κάνω μακρύ τον τόνο, δηλαδή το σχοινί, σε μια πολεμική μηχανή («μακροτονεῑ τὸ μῆκος τῶν τόνων», Φιλ.) 2. επιμένω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι περισσότερο («δι ἣν …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροτονία — μακροτονία, ἡ (Α) [μακρότονος] 1. το να έχει κάποιος μακρά, βαθιά, ισχυρή αναπνοή, μακρόπνοια 2. το φυσικό σθένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”