μακροτόνως — μακρότονος far stretching adverbial μακρότονος far stretching masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτονώτερα — μακρότονος far stretching neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτόνων — μακρότονος far stretching masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακροτονώ — (I) μακροτονῶ, έω (AM) [μακρότονος (I)] μσν. μτφ. περνώ μεγάλο χρονικό διάστημα αρχ. 1. κάνω μακρύ τον τόνο, δηλαδή το σχοινί, σε μια πολεμική μηχανή («μακροτονεῑ τὸ μῆκος τῶν τόνων», Φιλ.) 2. επιμένω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι περισσότερο («δι ἣν … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροτονία — μακροτονία, ἡ (Α) [μακρότονος] 1. το να έχει κάποιος μακρά, βαθιά, ισχυρή αναπνοή, μακρόπνοια 2. το φυσικό σθένος … Dictionary of Greek